ρακεμικό

ρακεμικό
Στην οργανική χημεία είναι ένα μείγμα οπτικά αδρανές, αποτελούμενο από δύο οπτικούς αντίποδες. Η ονομασία προέρχεται από το ρακεμικό οξύ (racemus = βότρυς, τσαμπί), το οποίο προκύπτει ως υποπροϊόν της κρυστάλλωσης του τρυγικού οξέος των σταφυλιών. Το τρυγικό οξύ ταυτοποιήθηκε μετέπειτα με την οπτικά αδρανή μορφή αυτού του οξέος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • τρυγικό oξύ — Οργανική ένωση με τύπο C4H6O6 που ανήκει στην ομάδα των δικαρβοξυλικών οξυοξέων· στο μόριό της περιλαμβάνει δύο καρβοξύλια και δύο δευτεροταγείς αλκοολικές ομάδες. Το τ.ο. έχει δύο άτομα άνθρακα ομοειδώς ασύμμετρα· είναι γνωστά ένα τ.ο.… …   Dictionary of Greek

  • ρακεμικός — ή, ό, Ν φρ. α) «ρακεμικά μίγματα» χημ. ισομοριακά μίγματα τών δύο οπτικών αντιπόδων χημικών ενώσεων, οι οποίες παρουσιάζουν εναντιομορφία, δηλαδή μια μορφή οπτικής ισομέρειας β) «ρακεμικό οξύ» χημ. ονομασία τού οξέος που ενίοτε παράγεται κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • ρακεμοποίηση — η, Ν χημ. χημική αντίδραση η οποία οδηγεί στη μετατροπή μιας οπτικώς ενεργού ουσίας, εναντιομερούς, στο αντίστοιχο ρακεμικό μίγμα που είναι οπτικώς ανενεργό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. racemisation (βλ. λ. ρακεμικός)] …   Dictionary of Greek

  • σταφυλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σταφύλι ή που προέρχεται από αυτό 2. φρ. «σταφυλικό οξύ» χημ. το ρακεμικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφύλι. Ο τ. σταφυλικό(ν) (οξύ) μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάνν. Αλεξανδρίδη] …   Dictionary of Greek

  • γαλακτόζη — Οργανική ένωση του τύπου C6H12O6, που ανήκει στις αλδοεξόζες. Διαφέρει από τη γλυκόζη κατά τη χωρική διάταξη των ομάδων γύρω από το τέταρτο άτομο του άνθρακα. Διακρίνεται σε D – και L – γ. και στο ανενεργό ισομοριακό τους μείγμα (ρακεμικό).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”