ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
τρυγικό oξύ — Οργανική ένωση με τύπο C4H6O6 που ανήκει στην ομάδα των δικαρβοξυλικών οξυοξέων· στο μόριό της περιλαμβάνει δύο καρβοξύλια και δύο δευτεροταγείς αλκοολικές ομάδες. Το τ.ο. έχει δύο άτομα άνθρακα ομοειδώς ασύμμετρα· είναι γνωστά ένα τ.ο.… … Dictionary of Greek
ρακεμικός — ή, ό, Ν φρ. α) «ρακεμικά μίγματα» χημ. ισομοριακά μίγματα τών δύο οπτικών αντιπόδων χημικών ενώσεων, οι οποίες παρουσιάζουν εναντιομορφία, δηλαδή μια μορφή οπτικής ισομέρειας β) «ρακεμικό οξύ» χημ. ονομασία τού οξέος που ενίοτε παράγεται κατά τη… … Dictionary of Greek
ρακεμοποίηση — η, Ν χημ. χημική αντίδραση η οποία οδηγεί στη μετατροπή μιας οπτικώς ενεργού ουσίας, εναντιομερούς, στο αντίστοιχο ρακεμικό μίγμα που είναι οπτικώς ανενεργό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. racemisation (βλ. λ. ρακεμικός)] … Dictionary of Greek
σταφυλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σταφύλι ή που προέρχεται από αυτό 2. φρ. «σταφυλικό οξύ» χημ. το ρακεμικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφύλι. Ο τ. σταφυλικό(ν) (οξύ) μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάνν. Αλεξανδρίδη] … Dictionary of Greek
γαλακτόζη — Οργανική ένωση του τύπου C6H12O6, που ανήκει στις αλδοεξόζες. Διαφέρει από τη γλυκόζη κατά τη χωρική διάταξη των ομάδων γύρω από το τέταρτο άτομο του άνθρακα. Διακρίνεται σε D – και L – γ. και στο ανενεργό ισομοριακό τους μείγμα (ρακεμικό).… … Dictionary of Greek